χορτάρακος

χορτάρακος
ἡ, Α
1. μίγμα από αρακά και χόρτα, το οποίο χρησίμευε ως ζωοτροφή
2. (ενν. γῆ) καλλιεργημένη γη που παράγει χόρτα και αρακά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + ἄρακος «είδος οσπρίου, αρακάς»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”